Ρούντι

Τον γνώρισα την πιο σκοτεινή νύχτα της ζωής μου. Έχουν περάσει εξήντα  χρόνια από τότε, μα το έρεβος εκείνης της βραδιάς έμεινε πιστός εραστής της μνήμης μου. Θα ‘μουν – δε θα ‘μουν είκοσι χρονών, όταν αντίκρισα όλα μου τα όνειρα να σβήνουν μονομιάς, ύστερα από μια άβολη, κοφτερή ρήση: «Η μορφή του καρκίνου σας είναι από τις πιο επιθετικές σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας σας. Θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό, ωστόσο…». Δεν άκουσα τα λόγια που ακολούθησαν. Στο νεκρωμένο μου μυαλό δέσποζε ολοζώντανη η εικόνα του χιλιοτρυπημένου σώματός μου στο νοσοκομειακό κρεβάτι· αδύναμη, ανήμπορη, ολοκληρωτικά παραδομένη στα βάναυσα χέρια της Μοίρας. Σάλεψε ο νους μου.

Μόλις σουρούπωσε, έριξα την τελευταία ματιά στο καθρέφτη του φοιτητικού μου διαμερίσματος. Ντυμένη στην τρίχα, με βήματα απρόσμενα στιβαρά κατευθύνθηκα στο πιο πολυσυζητημένο μπαράκι της πόλης. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να πιω μέχρις ότου ο μπάρμαν μου το απαγορέψει. Έτσι κι έγινε. Άμαθη όπως ήμουν στο ποτό, το μεθύσι δεν άργησε να δείξει τα σημάδια του και ο σερβιτόρος τον δισταγμό του. Κρυφογέλασα, ακούμπησα σιγανά το πορτοφόλι μου στο τραπέζι και βγήκα ζαλισμένη απ’ το πολύβουο μαγαζί.

Ο δρόμος με ξέβρασε στην κεντρική λεωφόρο. Το ψηλότερο σημείο της γέφυρας μού έγνεψε συνωμοτικά. Λίγα λεπτά αργότερα, το κοίταγμά μου ριχνόταν με δύναμη στα αμέτρητα οχήματα που διέσχιζαν τις λωρίδες με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κάθε τους πέρασμα κι ένα μου παγωμένο δάκρυ· κάθε τους αντίκρισμα κι ένας λυτρωμός. Το δεξί μου πέλμα σκαρφάλωσε τρεμάμενο. Το αριστερό δεν πρόλαβε. Αισθάνθηκε ένα χνουδωτό χάδι στην επιφάνειά του κι αναρίγησε.

Κατέβασα αυτόματα το κεφάλι και τον αντίκρισα να στέκει πονεμένος. Το άστατο γκριζωπό του τρίχωμα άφηνε το λαβωμένο δέρμα του να ξεπροβάλει. Το πρόσωπό του ήταν λερωμένο με χώματα και το δεξί του μυτερό αφτί αιμορραγούσε. Βύθισα το βλέμμα μου στο δικό του κι αμέσως κατάλαβα πόσο μοιάζαμε· κι οι δυο χαμένοι στο σκοτάδι, να ξερνάμε αδιέξοδα και ν’ αποζητούμε διακαώς μια στάλα φωτός.

Το βογκητό του τρυπούσε τον ουρανό. Άρπαξα το γατίσιο κορμάκι του στα χέρια μου, που αιματοβάφτηκαν αμέσως.

«Κουράγιο, ψυχή μου», του ψιθύρισα.

Ακόμα σεργιανίζει στο νου μου η στιγμή που λιγοστοί άγρυπνοι γείτονες μάς αντίκρισαν να μπαίνουμε ξέπνοοι στο σπίτι ξημερώματα. Ακόμα θυμάμαι τα γιατροσόφια που σκαρφίστηκα, κομματιάζοντας μια ασπιρίνη στο ζεστό γάλα, σαν μάνα που επιχειρεί τα πάντα για να σώσει το σπλάχνο της. Ακόμα ανατριχιάζω, καθώς αναλογιέμαι τ’ ακροδάχτυλά μου ν’ αφαιρούν τα μπλεγμένα αγκάθια απ’ το σώμα του. Ακόμα νιώθω κάθε του καινούργια ανάσα να του δίνει ζωή και ταυτόχρονα, να μ’ ανασταίνει μέρα τη μέρα. Ακόμα αρμενίζουν μέσα μου οι θύμισες με το έκπληκτο πρόσωπο των γιατρών, καθώς η θεραπεία μου άφησε άναυδο ολόκληρο τον ιατρικό σύλλογο.

Απόψε, χουχουλιάζει πάνω στα γέρικα γόνατά μου και η καρδιά του στήνει τον τελευταίο της χορό συντροφιά με τη δική μου. Τον παίρνω αγκαλιά, όπως την πρώτη φορά. Δεν ξέρω τι θαύμα είχε πλεγμένο για μένα ο Θεός· ξέρω, μονάχα, πώς εκείνη τη νύχτα τον είδα μπρος στα μάτια μου.

Αφιερωμένο, σε έναν Ρούντι. Κι ας μην τον γνώρισα ποτέ…

-Από την Βίκυ Μπάλλου

2 σκέψεις σχετικά με το “Ρούντι

Add yours

Create a website or blog at WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑